-
1 παῤ-ῥησι ώδης
παῤ-ῥησι ώδης, ες, freimüthig, im adv., ἀποκρίνασϑαι παῤῥησιωδέστερον, D. Sic. 15, 6.
-
2 παῤῥησι ώδης
παῤ-ῥησι ώδης, ες, freimütig
1 παῤ-ῥησι ώδης
παῤ-ῥησι ώδης, ες, freimüthig, im adv., ἀποκρίνασϑαι παῤῥησιωδέστερον, D. Sic. 15, 6.
2 παῤῥησι ώδης